- ραστώνη
- η1) лёгкая, весёлая жизнь; 2) см. ραθυμία
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥᾳστώνη — easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώνῃ — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… … Dictionary of Greek
ῥαιστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνη — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστῶναι — ῥᾳστώνη easiness of doing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώναις — ῥᾳστώνη easiness of doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)